καλαθοσφαιριστής

καλαθοσφαιριστής
ο
παίκτης της καλαθόσφαιρας, ο μπασκετμπολίστας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ριμπάουντ — το, Ν άκλ. 1. (κυρίως στην καλαθοσφαίριση) αναπήδηση που κάνει ένας αθλητής προκειμένου να πάρει την μπάλα μετά από αποτυχημένη βολή προς το καλάθι 2. φρ. α) «επιθετικό ριμπάουντ» (αθλ.) ριμπάουντ που κερδίζει ο καλαθοσφαιριστής μετά από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”